εὐμοίρῳ

εὐμοίρῳ
εὔμοιρος
well-endowed by fortune
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευμοιρώ — (ΑΜ εὐμοιρῶ, έω) [εύμοιρος] έχω καλή τύχη, ευτυχώ, ευδαιμονώ νεοελλ. έχω την καλή τύχη να έχω στην κατοχή μου, να κατέχω μσν. αρχ. έχω αφθονία κάποιου πράγματος, είμαι πλούσιος σε κάτι («τῆς κρείττονος παρά σοι εὐμοιρησάτω καὶ μερίδος καὶ… …   Dictionary of Greek

  • εὐμοιρῶ — εὐμοιρέω to be well off for pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐμοιρέω to be well off for pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμοιρατώ — εὐμοιρατῶ, έω (Α) ευμοιρώ* …   Dictionary of Greek

  • κατευμοιρώ — κατευμοιρῶ, έω (Μ) ευτυχώ πολύ, έχω καλή τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐμοιρῶ «έχω καλή τύχη»] …   Dictionary of Greek

  • προευμοιρώ — έω, Μ απολαμβάνω προηγουμένως κάτι, έχω την καλή τύχη να προαπολαύσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐμοιρῶ «έχω καλή τύχη, ευτυχώ, ευδαιμονώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”